βελονοειδεῖς

βελονοειδεῖς
βελονοειδής
needle-shaped
masc/fem acc pl
βελονοειδής
needle-shaped
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

  • εψομίτης — Ορυκτό, ένυδρο θειικό άλας του μαγνησίου. Ο χημικός του τύπος είναι της μορφής MgSΟ4 7H2O. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και οι κρύσταλλοί του είναι πρισματικοί ή βελονοειδείς. Έχει λάμψη γυαλιού, λευκό ή ωχρό κόκκινο χρώμα, πικρή και αλμυρή …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • μαλαχίτης — Ορυκτό του χαλκού, με χημική σύσταση CuCO3·Cu(OΗ)2. Ο μ. ανήκει στην ομάδα των ανθρακικών ορυκτών, κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και οι κρύσταλλοί του είναι σπάνιοι, λεπτοί, επιμήκεις πρισματικοί και συχνότερα βελονοειδείς. Σχηματίζει… …   Dictionary of Greek

  • μουστάκι — το (ΑΜ μουστάκιον, Μ και μουστάκι και μουστάκιν) νεοελλ. η υπήνη τού προβόλου τών ιστιοφόρων νεοελλ. μσν. 1. το σύνολο τών τριχών που φύονται στο άνω χείλος 2. στον πληθ. τα μουστάκια α) οι σκληρές μακριές τρίχες που φέρουν τα θηλαστικά και… …   Dictionary of Greek

  • πολυμορφισμός — Διαφορά όψης μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους, που αφορούν στη μορφή (κυρίως π.) αλλά και στο χρώμα (πολυχρωμισμός) ή στις διαστάσεις ή και άλλους χαρακτήρες. Όταν οι διαφορετικές μορφές είναι μονάχα δυο, τότε έχουμε διμορφισμό. Ο ατομικός π. έχει… …   Dictionary of Greek

  • προυστίτης — Ορυκτό του αργύρου (Ag3 AsS3), που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα, σε κρυστάλλους πρισματικούς, στηλοειδείς με ραβδώσεις ή και βελονοειδείς. Ισόμορφο του π. είναι ο πυραργυρίτης (Ag3SbS3), με τον οποίο συνήθως συνυπάρχει σε φλέβες… …   Dictionary of Greek

  • σιλλιμανίτης — Ορυκτό του αργίλιου, άφθονο στην αλπική ζώνη, που κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα σε επιμήκεις βελονοειδείς κρυστάλλους χρώματος λευκού, τεφρού ή υποκίτρινου. Τα ορυκτά δισθενής και ανδαλουσίτης παρουσιάζουν την ίδια μ’ αυτόν χημική σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • σφαιροκρύσταλλοι — οι, Ν βοτ. σφαιροειδή στρώματα από βελονοειδείς κρυστάλλους ακτινοειδώς διατεταγμένους, τα οποία απαντούν στα φυτικά κύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sphaerocrystal (< σφαίρα + κρύσταλλος)] …   Dictionary of Greek

  • σφαιρολιθικός — ή, ό, Ν φρ. «σφαιρολιθικός ιστός» (πετρογρ.) περιγραφικός όρος που χρησιμοποιείται για πετρώματα στα οποία απαντούν βελονοειδείς κρύσταλλοι σε ακτινωτή διάταξη γύρω από ένα κοινό κέντρο, δημιουργώντας σφαιρικά σώματα, τους σφαιρουλίτες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”